Αν και το σακί που στην πλάτη μου κουβαλάω,
μου προκαλεί φαγούρα συνεχόμενα,
για χρόνια με τυραννά.
Το κορμί μου απόκτησε κλήση προς τα μπρος
Εξισορροπείτε το βάρος . . .
Μα και με δυσκολία τα βήματα ακολουθούν το ένα το άλλο.
Κάθε απόγευμα εκεί κοντά στο σούρουπο ακουμπώ στην προσμονή και την ελπίδα.
Να πάρω κουράγιο ξεκούραση έτσι να νοιώσω άφεση από τις αστοχίες της πορείας.
Για αυτούς που προσπέρασα για τα άδικα δάκρυα που πότισαν τη γαρδένια στη γλάστρα στο παράθυρο που βλέπει τον ακάλυπτο χώρο στις πολυκατοικίες τριγύρω μας.
Εκεί που ελεεινά πετάς τα αποτσίγαρα του καπνιστή χωρίς ντροπή εκεί που οι τοίχοι κιτρινισμένοι απ' την ντροπή της αφάνειας κρύβουν τα αθέατα μυστικά ενός αδιαπέραστου κόσμου κριμένου από τη λάμψη ενός ήλου που ανατέλλει για άλλους.
Είμαι καταδικασμένος να κουβαλώ ασταμάτητα το σακί μου με τις ελλείψεις τις θλίψεις των άχραντων λαθών μου.
Έτσι κρατώ την ανάσα του βάτραχου που περιμένει το φιλί της Πόπης ώστε να έρθει η λήθη και στα φτερά τα μεγάλα του Ίκαρου να ανέβω και να πετάξουμε ψιλά στον ήλιο το τελευταίο ταξίδι να γίνει.