Κρατήρας ενός μοναδικού ηφαιστείου μπροστά μας,
ζωή με παραλλαγές μοναδικότητας κρίσιμης εναλλακτικότητας
κρεμασμένος σα ταμπέλα εστιατορίου στην είσοδο του φεγγαριού.
Σα μπουγάδα που στέγνωσε στου αέρα το φύσημα.
Τραγικό φως περιβάλει το χώρο της άνοιξης, σαν απόφθεγμα παράδοσης.
Τακτοποιημένα διαγωνίως στην αυλή τα τραπεζάκια απέναντι από το μιναρέ του ήλιου
στου εκκωφαντικού ήχου την έκλαμψη της αράχνης το δίχτυ στου ιστού της το δέκτη.
Κρατώ την ανάσα μου στο τρένο που χάθηκε στη φωτιά που άναψε στις καρδιές που ρημάξανε.
Μικρό μου μέθυσε ο ουρανός κι ο πόνος πέρασε τα σύνορα
η πάχνη κάλυψε τον ορίζοντα της άνοιξης και το κοράκι έκλαψε με άχραντο δάκρυ
έχωσε τα νύχια του βαθιά μέσα στη σάρκα τους ήπιε το αίμα τους τυράννησε τη μνήμη τους.
Πόνος στο κορμί τα βράχια σκληρά κι απότομα μια μοναδικότητα στα νερά του αιγαίου,
μοναχικότητα το μοναδικό δένδρο το καταραμένο δένδρο αυτό που έσπασε και πόνεσε
ο προδότης ο τρομερός Ιούδας.
Το έχουμε για να κρεμάνε τη μπουγάδα μαζί με κάτι πτώματα με κάτι
τεράστια μάτια να κοιτούν το μέλλον ενώ υπόσχονται σιωπηλά σιωπηλά
υπομονετικά αξιοθαύμαστα
ακτινοβολώντας στο μυαλό των βασανιστών την απορία.
