Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

76)                                                      Η ζωή


Στα βράχια η θάλασσα ακουμπά
Στα όρη το γαλάζιο.
Τρέχει νερό στη κρήνη μας.
Τρέχει λαλιά πανώρια
στου ουρανού το πέταγμα
κελάηδημα μικρού  πουλιού ασημοστολισμένου.

Κι ο άνθρωποςΣτα καμένα βήματα στις νερολακκούβες.
Ντυμένος το ανάρμοστο του λόγου.
Ασυμβίβαστο πρέπον άχαρο.
Στριμμένο στο σουραύλι του χρόνου.
Ζυγισμένο άχρωμο λιάζει την αποδοχή.
Πραμάτεια σπάνια αετός δίχως σκοινί.
Ανεμογυρισμένες ηλιαχτίδες.
05 Δεκεμβρίου 2016, 20:59 
75)   Ένα φως.!.!.!






Ένα φως.!.!.!
Το παιδί κλείνει τα μάτια
Το απαλό του πρόσωπο φέγγει
Κίτρινο φως με φόντο το σκοτάδι
Πλανιέται η ομορφιά άδολη απέριττη αφελέστατη.
Στη σκάλα για το πάνω πάτωμα
στα όνειρα που θα δεις
Αιθέρια μουσική η φωνή του
Στα άστρα που πλανιέσαι. (κράτα την οδηγό κρυφό )
Μια φλούδα, ένα κομμάτι ξύλο
από τον κόσμο μας τον δύσκολο
το στολισμένο με τον δυόσμο τον πλούτο και τη φτώχεια  
Το πουλί που δεν ξέρουμε πως κελαηδά
Τα γράμματα που δε μάθαμε κι αυτό που δε διαβάσαμε.
Ωκεανός τα συναισθήματα μας αυτά που συν αισθανόμαστε.
Μουσκεμένη πραγματικότητα απ’ τις ελπίδες ζωής οι σταλαγματιές  αιωνιότητας.
Ένα παιδί που μας μεγαλώνει και απ’ αυτό ζούμε την προσμονή του.
Ξέρεις να κλαις, ξέρεις να κάνεις λάθει, ξέρεις να σβήνει το καημό τραγουδώντας.
Βάλε φωτιά άναψε τα ξύλα νιώσε τη θαλπωρή την ανάσα,
γλυκό κρασί τα μάτια σου 
στα λόγια σπόροι για το σπουργίτι,
νερό για το λουλούδι,
ξεχασμένος στον ουρανό παρέα με τον Απόλλωνα τον ψεύτη.
απόκαμες κρυμμένος απ’ τα σύννεφα
απλώνεις αμπελόφυλλα  να σκεπάσεις τη γύμνια της αλήθειας,
στόλισε την παίνεψε την τη τρελή.
                                                                                                                  
73)    ΣΤΟ ΔΣΕ





Ψηλά βουνά με τσ' άπαρτες καρδιές
τα λάβαρα σηκώνουν
τους ουρανούς σκεπάζουν
οργώνουνε το μέλλον.

Τα κορφοβούνια σιμά προς την αυγή
Ροδανθισμένα κλαίνε την αντρειά σας
Παιδιά κυπαρισσόπουλα της λευτεριάς ταμένα.
Αμπόρετο να υποταχτείς στους άγγλο τσολιάδες


Βουνά ψηλά μες σ' άπαρτες καρδιές
τα λάβαρα σηκώνονται
τους ουρανούς σκεπούν
το μέλλον το οργώνουνε .

Ζουν στις σπηλιές και τις ψηλές ραχούλες.
Τον πόλεμο τον ξέρουνε τον ύπνο δε χορταίνουν
Υπόδειγμα συντονισμού ηρωισμού κι ανδρείας

Ψηλά βουνά μες στες καρδιές σας
τα λάβαρα σκιρτούν
τους ουρανούς μας σειούν
το μέλλον το ζωγραφούνε.

Λαοκρατία φώναξαν και σιστικέ η πλάση
Κράτησαν τη ζωή τους στο άνθος της ρίγανης και του θυμαριού
Πάλεψαν μες τις βροχές και τα χιόνια ξυπόλητοι
Άνθησαν ένα χαμόγελο στου δυνατού τις αστραπές.

Ψηλά οι καρδιές πα’ στα βουνά
Αέρας τσ’ ανεμίζει
Το δίκιο μας ανθίζει
το μέλλον μας ορίζει.
72)   Ο πόνος




Έχω ένα πόνο στην καρδιά μία βαριά καρδούλα
Και δε μπορώ πια να χαρώ να κλάψω  να γελάσω.
Μου μαύρισαν τα όνειρα και κλαιν τα φυλλοκάρδια
Κατηφορά ο δρόμος μου μαύρος ο ουρανός μου
Και δε μπορώ να ξεχαστώ στο φως να ξαγναντέψω.
Αυγούλα  ν’ έρθεις να με βρεις το δρόμο μου να φέξεις.
Να αλλάξει ο κόσμος κι ο ντουνιάς η πλάση να μερώσει.
Αχ Καρδερίνα μου γλυκιά φρέσκια καλοσυνάτη
σε έντυσα στα κίτρινα μέσα στη συννεφιά μου.
Κυπαρισσόδενδρο ψιλό  κοντά στην κρύα βρύση
πάλι βάζεις τα χρυσά σου τα κυπαρισσόμηλα σου
στο σεργιάνι που περνάς όλους μας μας κατακτάς.
Ραγισμένο όνειρο μας στου ουρανού το ξάγναντο
Ώριμο και φωτεινό λιγνό και τραγανό
στους χυμούς μου κολυμπά τα σύνορα περνάς.
Άμα η καρδιά βροντά
με τρομπέτες και βιολιά τις  καστρόπορτες τασ’ αμπάρες
στα ουράνια σαλπίζει κι φίλοι μας ξανοίγουν μακριά.

71)   12 Οκτωβρίου 2016, 19:05 Η φθορά του αύριο





 
Και αν σου χάιδεψα τα βελούδινα ροδοπέταλα.
Κι όταν σε κοίταξα κι απρόσμενα συνάντησα τα πράσινα φύλλα σου, έκλεισα την εικόνα στην καρδιά της ανθοδέσμης σου.
Κόκκινα γαζιά στα πέταλα των λουλουδιών σου κρεμασμένα στη φθορά του αύριο στο χάσιμο της συνέχειας.
Τρέχουν τα πράγματα με συνέπεια και συνέχεια τρέχει και ο νους μας με διακοπτόμενα τιτιβίσματα.
Άπλωσαν οι φυλλομένες κλάρες σου καταπάνω μου.
Με αγκάλιασαν.
Οι δροσοσταγόνες της νιότης σου έγιναν τα  δάκρυά μου.
Περπάτησα πολύ κάτω απ τον ήλιο.
Περπάτησα πολύ κάτω από τη βροχή.
Θέλησα να ξεπλύνω τη θάλασσα να τη στολίσω με βαρκούλες κι αέρηδες.   Να βάλω στεφάνια χρυσά με υπομονή φορτωμένα στα κατάρτια τους, με θυμάρι και ρίγανη να μυρώσω την πνοή τους.   Άσπρα να γίνουν καθαρά απ τα καυτά δάκρια που πέφτουν.   Πέφτουν και ζεματούν την καρδιά μου.
Τυλιγμένη στη καταχνιά με το μαντίλι σου το μαύρο. Στο πέλαγος καθρεφτίζεις τον ουρανό τα δάση τα βουνά τον πόνο του πατέρα που χάνει το σπλάχνο του.
Η μορφή σου κλείνει μέσα της την αντάρα του κόσμου.
Το θάνατο που γέννησε τη ζωή. Την άλλη.
Νερό και θάλασσα και πέλαγος και βουνά,   μαλώνουν με τα πεύκα και τις οξιές τα πουλιά και τους γλάρους για τις λύπες σου.
Σε ποιόν καμβά ζωγραφίζεις το δρόμο μας με τι χρώματα γράφεις τις νύκτες τις τεράστιες με ποια ηλιαχτίδα σβήνεις ανατρέπεις το σήμερα και χαράσσεις και χαράζεις το μέλλον .
Στην εικόνα σου βλέπω την  αδικία τη φτώχια το αδιέξοδο τον άνεργο γιό τον νεκρό στρατιώτη.
Στα μάτια σου στα μεγάλα σου μάτια που άφωνα ήσυχα καρτερικά ζουν τα ροδοπέταλα τα βελούδινα υπάρχει καρφωμένη η πορεία της ζωής.
Αυτής που δεν την διαλέξαμε που δεν την αρνηθήκαμε που δεν την κλάψαμε μα απλά τη βάζουμε στη ρότα του χρόνου μας….. ζούμε. 
30
70)   Κραυγή σε ώρα πρωινή 


Κραυγή σε ώρα πρωινή μεθυσμένη σκέψης παραπαιόμενη σαθρή στον αέρα.
Δεν ξύπνησε από ύπνο βαρύ. Δεν κοιμήθηκε ευτυχής.
Ξαφνιασμένος δεν είναι, μπροστά του φαντάσματα ζωντανεύουν κινούνται ανάμεσα στις υπάρξεις και τις σκοτεινιάζουν μαραίνουν το φως.   
Η ανευθυνότητα σε μείγμα αμάθειας  
ξετσιπωσιάς  βολικής προσκόλλησης στα μυστικά υποταγή
υποταγή δειλία φόβος φόβος φόβος πόνος
πρέπει να μάθεις να σου αρέσει
πόνος σωματικός  λιωμένα θέλω, αποδιαρθρωμένη συνείδηση καμένη ζωή.
Μέλλον, μάλλον σκοτεινιάζουν, μαραίνουν το φως και το φως καίει δεν το μπορούν, δ
εν ανέχονται να το βλέπεις. 
Στη δουλειά ένα πιάτο φαγητό κι αυτό κρύο
το Κρεβάτι εκεί χάμω κλείνεις  τα ματιά για λίγο,
δεν ζεις πολύ δεν χαμογελάς ο φόβος είπαμε ο φόβος κυριαρχεί πρέπει να κυριαρχεί. 
Πρέπει να φοβάσαι εμένα εσένα το διπλανό, το αφεντικό ζητά πειθαρχία. 
Τώρα το σύστημα τέλειωσε δε αντέχει άλλο
οι πυραμίδες με την αρχαία λάμψη τους δεν θα του δανείσουν άλλη. 
Θα πεθάνει όχι γιατί θα το σκοτώσω εγώ μα έχει πεθάνει ήδη
γιατί τι είναι ζωή;
69)   Ο θάνατος κτυπά την πόρτα μη του ανοίξεις





Καθορισμός της ζοφερής ματιάς
του όρνιου,
το κράξιμο τρομάζει
Ξεκοκαλίζει τάφους και κορμιά
Πίνει νεκρικό ζωμό
ηφαιστειακής ψύξης αμάλγαμα
σε πετρωμένο μάγμα τα μάτια σου σχηματισμένα
ο κόσμος τους, σχηματισμένη η σφραγίδα της φυλακής
κίνηση επιβραδυνόμενη τέλος σίγουρο.
Πάγωσε το όνειρο η φαντασία  κλαίει.
Ο χώρος μας ο χρόνος μας η ταλάντευση μας
ζούσαν  πάνω στη φλόγα στη θέρμη του νήματος μας.
Το μεγάλο μαζικό  καταστροφικό τους όπλο μπορεί να σκοτώνει χιλιάδες.
Δεν μπορεί να τους σκοτώσει όλους.
Όμως η νέα τάξη επιστημονικά μεθοδικά ισοπεδώνει την ανθρωπότητα.
Πρώτα τον πολιτισμό δηλαδή τον τρόπο  σκέψης.
Ε μικρέ φοβοκουρασμένε ανθρωπάκο
ξέρουν αυτοί απ τα πειράματα.
Ίσα που να μπορείς να σταθείς να δουλέψεις .
Τρομαγμένος με καχύποπτο βλέμμα
στωικά παραδομένος στα ένστικτα της δίψας τις ανίκανης να σε χορτάσει .
Υποκατάστατο της βρομερής αναξιοπρέπειας προσπαθεί να ισορροπήσει ψυχικά και νευρολογικά .
Οι Δούλοι έσπαγαν τα εργαλεία εμείς <καίμε> τους επιστήμονες που δίνουν τη γνώση τους στους εκμεταλλευτές .
Αστοί πολυεθνικάριοι ιδιόκτητες μονοπωλιακών και οφσόρ εταιριών αν δεν σας ανατρέψουμε, πρέπει να παρακαλάτε για αυτό,
θα πνιγείτε στο τέλμα που δημιουργείτε Μες στα σκατά .

Ο Μολιέρος καταδυκτικός, ψηλαφίζει τους ψεύτες γιατρούς δικολάβους αγάπες γαμπρούς
και δίνει στα άδολα νιάτα το προνόμιο της αλήθειας και της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ο μεγάλος καυστικός αυτός λογοτέχνης αν σήμερα ζούσε δεν ξέρω αν θα μπορούσε να κρατήσει το χιούμορ του η αν θα πέταγε τους κεραυνούς του Δία τις βροντές του  ή αν θα έφερνε ξανά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.
Πάντως θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας να βγουν έξω οι λαϊκές αντιδράσεις. Υγρό πυρ θα έλουζε τις ώρες που μαίνεται η σύγκρουση.
Τα πυρπολικά του Κανάρη να πλευρίζουν την άρπαγα εξουσία να λευτερώνουν το λαό.
Και ο μεγάλος μουσουργός του λόγου σε ποιον δίνει την εντολή του μέλλοντος ποιος ο επόμενος αρχιτέκτονας της ζωής ,η συλλογική σκέψη,
η συλλογική εργασία, η λαϊκή εξουσία .
Ξέρεις το να αγανακτείς και να ξεσπάς να σκούζεις δεν χρίζει σκέψης το να κτίζεις ζωή χωρίς εκμετάλλευση θέλει οργάνωση και γνώση.
16/7/2010

Το σακί