121 Ταξίδι
ποίηση Έριξα τα χέρια μακριά πέταξα το βέλος ψηλά κάρφωσα τον ήλιο κι αυτός δάκρυσε. Συννέφιασε και έκλαψα. Συγύρισα τη φωλιά μου και έδιωξα την αμφιβολία. Η βροχή πλημμύρισε την αυλή. Έπλυνε τη σκόνη από το παλιό πράσινο ποδήλατο. Μούσκεψε τις ντομάτες στο πάγκο της λαϊκής. Οι πλαστικές μαύρες σακούλες βούλωσαν τα φρεάτια Έριξα τα χέρια μου μακριά πέρα απ το πέλαγος μάζεψα όστρακα κι αχινούς. Τα πέρασα στα μαύρα σου μαλλιά χάντρες ζήλεψα τα όνειρα που μεγάλωσαν και παραβγαίνουν στο μπόι τα όμορφα κυπαρίσσια. 03 Ιουνίου 2018, 15:35 |
15 Απριλίου 2020, 21:32 Προχωρημένο το μοντέλο Το απόγευμα. . . . Κριμένος πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου παρατηρούσε το φως που σιγά σιγά χαμήλωνε έβλεπε τη μέρα να φεύγει. Μια περίεργη ανυπομονησία χαρακτήριζε κάθε σκέψη κάθε κίνηση. Γλώσσα λανθάνουσα . . . . έχει. Την σκέπτονταν συνεχώς Προσπαθούσε να της γράφει ευχάριστα γράμματα αισιόδοξα γεμάτα όνειρα για το μέλλον. Αυτά του τα γράμματα τα δίπλωνε με προσοχή τα έβαζε καθημερινά σε ένα κουτί. Δεν παρέλειπε την ημερομηνία πάντα καλογραμμένη με καλλιγραφικούς χαρακτήρες. Το περιεχόμενο του γράμματος ταξίδευε νοερά, εξίσου ήταν και η απάντηση που λάμβανε. Πάντα συμβουλευόταν τα προηγούμενα καθώς και τις νοερές απαντήσεις. Θεριό που τρώει τη σάρκα του ο χρόνος που περνά μα και τα όνειρα που δε βρήκαν εκπλήρωση. Κάποιες ατυχίες. . . λέμε να δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα περιμέναμε. Ύστερα έκλεισα τα παραθυρόφυλλα και κλείδωσα τις θύμησες πέρασα από το μυαλό τον πόνο της ανεργίας που σου σπάει τα κόκαλα και ξεριζώνει την αξιοπρέπε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου