Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

20)     Αναστενάζεις








                       

Αναστενάζεις, κρύβεις στο συρτάρι βαθιά    χαρτάκια.
Κομμάτια από τη σκέψη που σε φέρνει ως εδώ.
Μα δεν  κοιτάς  ποτέ ψηλά φοβάσαι πως δεν φτάνεις.
Δε φτάνεις τα άστρα που θέλεις να τα αλλάξεις χρώμα.
Πάντα ήθελες κάτι να μας πεις κάτι για !… μα ποτέ δεν πρόλαβες να μας το τελειώσεις πάντα κάποιος σε διέκοπτε και εσύ ευγενείς φύση και θέση πάντα παραχωρείς χώρο στους άλλους.
Στον κουμπαρά του απωθημένου σου  βάζεις χαρτάκια πράσινα κόκκινα γραμμένα η άγραφα τσαλακωμένα η βελούδινα σα τον φιλάργυρο που μαζεύει λύρες όχι για να τις ξοδέψει μα για να τις βλέπει  να παίρνει δύναμη από αυτές όταν ακουμπά πάνω τους το βλέμμα του.
Δειλός όπως είναι δίνει κουράγιο στο εγώ του βαυκαλίζετε με τα πανέμορφα χαρτάκια του, εφευρίσκει λόγους ύπαρξης πλουτίζοντας τον κουμπαρά του.
Στον άνεμο ποτέ δεν τα εμπιστεύτηκε να μην του τα μαρτυρήσει, βάζει μάλιστα πέτρες στις τσέπες του σακακιού του έτσι λιανός που είναι φοβάται μη του το πάρει και το σηκώσει.
Έχει τακτικά δοσοληψίες με το θησαυρό του κι ανεβαίνει στου ουρανού τα ποιο πορφυρά τα σύννεφα σα τα διαβάζει χάνετε εκεί πάνω ώρες ατέλειωτες.
Μέσα του τρέχει ένα δάκρυ έχει κάνει μάλιστα ένα αυλάκι  ανάμεσα στα φύλλα της καρδιάς.
Mα σε κανέναν δε το μαρτυρά ετούτο το μαράζι το έχει κρύψει τόσο καλά στο μέσα της μέρος που κοντεύει να ξεχάσει και ο ίδιος γιατί είναι τόσο λυπημένος.
06/2008

Το σακί