30 Δεκεμβρίου 2020, 09:14 Η μεγάλη σκιά
|
30 Δεκεμβρίου 2020, 09:14 Η μεγάλη σκιά
|
04 Δεκεμβρίου 2020, 02:01
Το κρέμιον και το σκόρδιον
Την ύστερον τη φήμη δεν εσκέφθεις ποτέ.
Το μέγα χρήμα δε φίλησες.
Το κρέμιον και το σκόρδιον συνεχή παρέα έχουσι
ομού με τα της σκληρής κουραμάνας.
Ποτέ στα τυχερά παιχνίδια δε στάθηκες.
Τα κρυφά στολίδια της καρδιάς σου
όμοιο στεφάνι Χλομό, η αβρότητα της συμπεριφοράς σου.
Στα Καθαρά χέρια σου η εφημερίδα και καφεδάκι στην αυλή.
Εκεί κάτω απ' το πλατάνι μετά το λιόγερμα της Κυριακής
ουζάκι κι ελιές με στουμπιστά κρεμμυδόφυλλα.
Τα χαδιάρικα μάτια της Ουρανίας λάμπουν ευτυχισμένα.
Καθώς ο ύπνος κοντοζυγώνει, το ζαλισμένο κεφάλι τους
στο κρεβάτι τους οδηγεί, το πρωινό φρέσκους να τους βρει.
Στη δουλειά κρεμάνε τα εργαλεία μιας και το σωματείο τραβά για απεργία.
Κι είναι το πράγμα σοβαρό το μεροκάματο φτωχό
Θέλουν ξύλα για τη φωτιά να έχουν σχολειό για τα παιδιά.
Είναι η αγάπη στήριγμά τους μα έχουν τα αφεντικά μπροστά τους.
12 Φεβρουαρίου 2020, 00:06
Στο κουκλοθέατρο που ζούμε
Τις μαριονέτες τις κινούν χέρια πονηρά.
Φιγούρες χάρτινες
στου καραγκιοζοπαίχτη το άσπρο πανάκι.
Δράκοι μεγάλοι χρωματιστοί
φωτιές πετούν απ τα ρουθούνια
και επιδέξια τρομοκρατούν λιγνούς λιανούς.
Υποταγμένοι σ ένα απάνθρωπο σενάριο μα κερδοφόρο.
Σε αχαλίνωτη μας οδηγούν συντριβή.
Μα ένα το φως, ακουμπισμένο πάνω του το μέλλον του κόσμου.
λάμπει μπροστά μας, πίσω αφήνοντας τα τέρατα.
κι αλλάζει μέρα τη μέρα καθώς στις καρδιές μας κατοικεί
η αναπότρεπτη η αλλαγή.
01 Ιανουαρίου 2020, 23:34
Χρήσιμη κούρασηΦωτεινό το πρόσωπο του.
Λάφυρα χαράς το χαμόγελο.
Χρήσιμη κούραση κρεμασμένη στο κορμί του.
Δέσανε τις ελπίδες .
Η κούραση ευλογημένη καρπός γλυκός της εργασίας.
Η απόμακρα σκληρή αμοιβή εξαΰλωνε τη χαρά της δημιουργίας.
Τρίβει τις μέρες τα χρόνια με το ανάκατο μίγμα μιας τέτοιας ζωής.
Πικρό καταστάλαγμα αναποτελεσματικότητας.
Και η χαρά μας πάει.
Ζωγράφιζε τις εικόνες της πικρόγλυκης αλληλουχίας,
Μπερδεμένη με την φιλήσυχη ζωή ξεχνά να βάλει σε σειρά τα χρώματα.
124 Πορτοκαλοροδόχρωμα ποίηση 29 Σεπτεμβρίου 2018, 22:24 Κάθισα χάμω κοίταξα πέρα μακριά. . . . χαμηλά κάτω από τα σύννεφα εκεί που συμβαίνουν τα καλά των ανθρώπων. Βλέπω τα χρώματα του ορίζοντα πορτοκαλοροδόχρωμα στο γύρισμα της μέρας που πλαισιώνουν την νύχτα κι ευγενικά την προλογίζουν καθώς και την επιλογίζουν. Τρέχω κλαίω φωνάζω δακρύζω ποντάρω στην έξαψη. Της λησμονιάς καρφώνω τα καρφιά στο φόντο της ξύλινης πόρτας, ανοιγοκλείνει στο ρυθμό του αέρα, τρομάζω από τη σύγκρουση, οι αστραπές οι κεραυνοί διαγράφουν το σχήμα τον όγκο του φορτίου της. Η ταξική μάχη που δίνουν οι γάτες, στη μάχη της μπανάνας εγκλωβίζει γνωστούς και φίλους. Σε ρωμαϊκές αρένες σα θέαμα που κρύβει πόνους ανεμογυρίζουν τα κύματα τα αιθέρια. Χαϊδεύω τα όνειρα τα αισθήματα της κοπέλας του πλαϊνού πόστου, με το περίεργο χαμόγελο το σκληρό της βλέμμα την ώρα που χτυπά την κάρτα. Ακουμπά τις ελπίδες τις μικρές σπίθες φλογίτσες ανάβουν καντήλια προσμονής γεμίζουν τα καντάρια με το βάρος για τη δράση. Αποθηκευμένη ενέργεια ξεχειλίζει μέσα μας βουρκώνει τα μάτια ρίχνει το δάκρυ στα χλομά λουλούδια που στεγνώνουν πάνω στο χαρτί του ζωγράφου. Της αβύσσου το βάθος κανάκεψε το αύριο, το τέλος μιας εποχής, κι αυτό οδυνηρό πεντάρφανο μανιασμένο κτυπά τύμπανα τρομαγμένο. Δεν υποψιάζεται την αποκάλυψη του ωραίου χαμόγελου του μωρού που γεννήθηκε στη φτωχική κάμαρη. Που ανατρέπει το σήμερα στο βάθος του καθρέφτη σα κοιτάζει το μέλλον να μεγαλώνει. Κι όλα τα σφυριά κτυπούν κι όλα τα σκαλιά ανεβάζουν το βήμα μας λίγο ψιλότερα λίγο ακόμα ψιλότερα στις αγκαλιές των πουλιών που τιτιβίζουν τα μικρά χελδόνια αντίκρυ στη γειτονιά των αηδονιών. Σε κείνα τα φιλότιμα πουλιά που σπυρί το σπυρί μαζεύουν φαγητό για τους πεινασμένους. Λύσε τα σκοινιά να φύγει το καράβι να πετάξουμε σε χώρους και χρώματα ανεπανάληπτα να δέσουμε τη ζωή σε αγώνες και προσπάθειες ηράκλειες. Ποτέ να μην εφησυχάσουμε σε ύπνους αβάσταχτους απραξίας κατάθλιψη δύναμη που την ανθρωπότητα ξεστρατίζει. |