Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

68)    Στο καϊμάκι του καφέ χρώματος.






Και στου μαύρου καφέ τις πρασινωπές φουσκάλες                                                    
Τις όμοιες με μαγικές σφαίρες που τα μελλούμενα προδίδουν ευγενικά.                
Τις βλέπω στα πεταχτά γιατί εγώ πάντα βιαστικός είμαι                                      
αυτά τα βήματα που ξεστρατίζουν                                                                                
Ξαστοχούν το σωστό και το κάνουν λάθος.
Περνούν μακριά μου πολύ μακριά
γιατί εγώ πάντα βιαστικός είμαι και δεν προλαβαίνω        
Σήμερα στου καφέ τα λόγια την είδα να περνά μπροστά μου φευγαλέα.
Νικητές και νικημένοι φώναζαν δυνατά.
Ησύχασε και ξανά σκέψου αν μπορείς, το γράμμα του νόμου
παραβίασε ασέλγησε πάνω του
Τόλμησε να μπεις στα όνειρα να πας κόντρα στο ρεύμα
αλλιώς είσαι περιττός σαν αριθμός ανάδελφος από ταίρι.
Βέβαια κάνουν καλό καφέ στις δύσκολες στιγμές πάντα ένας καφές.
Μα εγώ τα βλέπω στα πεταχτά γιατί εγώ πάντα βιαστικός είμαι.
Κι όταν πίνω καφέ ζητώ να βγάζουν το καϊμάκι με τις φουσκάλες του
ποιος ξέρει τι μπορεί να δεις.                                             
Να  Σαν έρθουν τα χρυσάνθεμα και γεμίσει ο τόπος μυρωδιές από τριαντάφυλλά και γιασεμιά,
στο δρόμο ανήφορος δε φαίνεται. Τα χρώματα δίνουν τα κλεμμένα βλέμματα στα παιδιά,
που κυλιούνται στα μωβ λιβάδια
και οι μανάδες χωρίς δεύτερη σκέψη φωτίζουν το πρόσωπο τους
με το χαμόγελο της ξεγνοιασιάς.
                                                                                           15/8/2016

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

67)                                                 Αιρετικός











Ο αέρας βαρύς σκοτεινός
οι άνθρωποι ζουν στις σκιές των διαφωνιών
Που κοιτιούνται καχύποπτα ίσως περίεργα στο μύλο των ισχυόντων.
Και να που κινούνται ανθεπιχειρήματα εκατέρωθεν.
Κλαίνε σπαράσσουν μάλλον άκομψα ζουν τον ξεπεσμό της ηλιαχτίδας.


Ημέρα άφαντη στεγνή μυροκαμένη μοναχική θολός τόπος έμβρυο ημιθανές
Ξεκούρδιστη ντροπή άχρωμο σκοτάδι ήχος αβάσταχτα ανάρμοστος που μεγάλωνε
την ένταση της παιδικής επίθεσης σε δακρυσμένα πατήματα άμμου.
Κοντά σε Θερμοπύλες ακούμπαγε να ξεκουράσει τον Αίαντα
νύχτα άγρυπνο το καντήλι ατέλειωτος ο κόπος της αντοχής
απομόνωση ένταση ο ενδοτισμός η βλακεία η ραδιουργία


Ο ειλικρινής δεν μπορεί να φανταστεί το δεύτερο λόγο
καθαρά ανάρμοστος απροσάρμοστος στην προσαρμοστικότητα
αγαθός στις μάχες με τους ανεμόμυλους
φορτώνει τον εύοσμο έρωτα ανάμεσα στις δυό του πλάτες
και
καμώνεται πως τον κουβαλά σε τόπους όλο φωτιά και θειάφι
κίτρινους πονηρούς δύσοσμους ντυμένους το ένδυμα της στιγμής που καίνε τις μάγισσες.
Πέρασαν μέρες και χρόνια πολλά
θα περάσουν κι άλλα με μας αντάμα
και όχι μα σαν ροδίζει η αυγή όλα θα σβήνονται
και θα ξαναρχίζει ο καυτός ήλιος.
21 Αυγούστου 2016, 19:02
66)                                     Γονιμοποίηση της ζωής σε στάδια.



Καθώς κοίταγα το δρόμο που έφευγε η εικόνα σου ξεθώριαζε.
Η κρύα βρύση που κάποτε υπήρχε εκεί μας ξεδίψασε.
Στο αντάμωμα του ουρανού με τα λουλούδια του δάσους,
σμίγουν την ευωδιά του θυμαριού και της ρίγανης,
με τα χρώματα του μενεξέ και τον καρπό της ελιάς.
Μια μέλισσα κάθισε στα νεαρά μαλλιά σου και η γύρη από τα ποδαράκια της
σου στόλισε το κεφάλι.
Ξέρω ο δρόμος έφευγε μακριά η απόσταση ξεμακραίνει.
Γονιμοποίηση της ζωής σε στάδια απανωτά.
Να ο δουλευτής! Με τα χέρια του ζυμώνει την γη, την πλάθει.
Ζεσταίνει το ψωμί στύβει τις ελιές στο φαΐ σπάει τα βράχια.
Στη γλάστρα μας καρπίζει  ένα λουλούδι.
Τα απλά μαγευτικά τοπία τοποθετούνται σε μικρά καρέ στης μνήμης τα αρχεία.
Με τεχνικές και μοντάζ
ονείρων υποσυνείδητων γαλανών ουρανών και λαμπρών ήλιων
καθρεπτισμένων στη θάλασσα μας.
03 Αυγούστου 2016, 00:35 
65)                                       Πρώτα στου Μάη τα στολίδια.


Άστρα της αυγής μωβ πράσινα χρυσά λούζουν την ανθρωπότητα με φως και νοσταλγία
Κύματα χρωματιστά ποτίζουν το μέλλον που δροσίζουν οι πρωινοί αέρηδες,
 Εκείνες τις ώρες που στοχάζεσαι το αύριο κουρνιάζει μέσα στα φυλλώματα της ελπίδας μας το όνειρο πως δεν θα γίνει ποτέ πιά πόλεμος.
Μα φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν έχουν δει τα πρωινά άστρα.
Τα μάτια μας κουράζονται να αγναντεύουν αυτό που έρχεται από την ανηφόρα του χρόνου.
Το τεράστιο καραβάνι των αχινών περπατά στη στεριά αθόρυβα αρματωμένοι με τα χιλιάδες αγκάθια τους πάνοπλοι έτοιμοι
Δεν μπορούν να τελειώσουν τον πόλεμο γιατί αυτός χρειάζεται να πολεμούν την κούραση που προκαλούν τα γεράματα.
Κάνουν τόπο στα χρώματα στα φώτα ζώνουν τα δέντρα τους θάμνους τα λουλούδια του Μάη της πρώτης του μέρας με τα νεκρά κορμιά τους φρέσκα ευωδιαστά παγκόσμια στολίδια διαμάντια λαμπερά στάλες δροσερές στα νιάτα του κόσμου.
20/7/2016

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

64)                                                      ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ



Τώρα που κρατάς το χέρι, μια πεπονόφλουδα πρόσεχε,
η ακρόπολη γκρεμισμένη από το Ερέχθειο λείπουν οι κόρες
τα μπουκάλια κενά με διάφανα χρώματα
τα γήπεδα η χώρα τα δάση προσφορά στον πολιτισμό του   της   των   τέλος πάντων υπανθρώπων
κίτρινο μέταλλο και ωραία μεταξωτά λόγια μακριά από το φαγητό που έχουμε ανάγκη
το σχολείο την αίσθηση της σιγουριάς της ασφάλειας
το πολιτισμός της εργασίας που δημιουργεί τα ανθρώπινα θαύματα όταν κοινοκτημονούντε
τότε που ενσωματώνουν τις καλές τέχνες μέσα στις καθημερινές δράσεις ως πρέπει.
Φαντασία και πάλη χρειάζεται να οργώσεις το χώμα να σπείρεις τους σπόρους τους όμορφους τους από παλιά φυλαγμένους για τέτοιους καιρούς,
δύσκολους να τους πω, μαύρους να τους πω, άχαρους, απολίτιστους.
το κουράγιο το θάρρος η αισιοδοξία η αυταπάρνηση ο αλτρουισμός συνοδεύουν τη φλόγα τη χαλκοκίτρινη που καίει και ζεσταίνει ένα πανάρχαιο όνειρο που περασμένο μέσα από ντοπιολαλιές μύθους και ιστορίες για πρώτες εποχές χαρούμενες, χωρίς χρυσό κι ασήμι και παντοδύναμους θεούς,
που υπόσχονται γλυκούς παραδείσους αν είσαι καλό παιδί!!!!
Ήρθε όμως η εποχή της βλάστησης να η ώρα που ξέρεις πως αλλιώς δεν μπορεί να γίνει
Πρέπει να δεις τα τριαντάφυλλα τα κόκκινα και τα γαρίφαλα να πρασινίζουν να ανθούν δώσε μας κουράγιο το έχουμε ανάγκη έλα κοίτα οι άλλοι ξεκινήσανε.
2008
63)                                                        Δένδρο


Οι δοκιμές του μικρού Νέφους.
Στην άκρη ίσως βρισκόμαστε του σύννεφου.
Τι βρίσκει ο δρόμος μας χωρίς κόπο;
Άδειες φωτογραφίες οι ώρες μας.
Τα χρώματα άτεχνα τα όρια ασαφή
όλα τα δένδρα πράσινα στητά ζωντανά.
Δεν γνωρίζουν τον α γωνιακό ιδρώτα
ήσυχα στέκουν διακοσμητικά ευχάριστα.
Ένας αέρας κάτι ζεστό μπλέκεται στα κλαδιά
φέρνει κάτι ζωντανό άυλο άστατο αεριστώ
και μαζί με το φως ευωδιές χλοερές.
6/7/2016
62)                                          Γράφω για σένα μόνο.




Γράφω για σένα μόνο. Καθώς η ζωή, ο χρόνος ας πούμε καλύτερα, δε μας δίδαξαν πολλά.
Ούτε τα σχολεία τους βοήθησαν την αλόγιστη καρδιά μου να αγαπά λιγότερο
και αγαπά <<πολλά ωραία>> μα και πιο ωραία.
Που φιλούν τα όνειρα στις προσδοκίες των ανθρώπων. Αυτά τα πολύ ωραία τα κρατάμε φυλαγμένα κάτω απ το βλέφαρο μη τα μάθουν απότομα οι απονήρευτοι και η ακατανόητη έκφραση του προσώπου τους  χαλάσει.
Μυστικά ταλαιπωρημένα με αγάπη και ζάχαρη αχνή γλυκιά παρωδία δράματος παιγμένου σε υποτονικούς ρόλους.                                                                                               
Προπαίδεια για αόριστα όρια που κουράζουν το θάνατο και βαρυγκομούν  το χάρο, δουλειά καθημερνή από το πρωί ως το βράδυ.
Χρόνος ατέλειωτος απρόσωπος με σταματημένα ρολόγια. Δεν έχεις να πας πουθενά δεν σε περιμένει κανείς δεν έχεις νόρμα κλείνεις το μάτια και δεν βλέπεις τίποτε ζεις στον αστερισμό του καρότου το μαστίγιο είναι δίπλα σου και τα παιδιά με αυτό πηδούν σχοινάκι.
Δεν μιλάς γιατί ήδη έχουν όλα ειπωθεί και τι τι θα πουν οι άλλοι αυτός μιλά είναι επικίνδυνος γιατί τι λέει;
Μα μα για το μουσακά για το χαλβά για τα πουλιά α! για τα πουλιά, αχ αυτό το κελάιδισμα κάποτε κάποτε όταν η Ευτυχία.
Ζούσε μού λέγε πως είχε χαρούμενο χρώμα και μ’ αυτό ζωγράφιζαν πάνω στα κόκκινα αυγά…  που σα σπουν τσουγκρίζοντας το ένα με τα’ άλλο ξεπηδά η ζωή μυρωδάτη κάθε φορά έτοιμη για το ραντεβού της άνοιξης και μπουμπουκιάζουν τα κλαδιά κι ομορφαίνει η πλάση που ξελογιάζει τα βήματα στο δρόμο με τ’ όνομα ελπίδα για ειρήνη κι ανθρωπιά.
Μα τώρα σώπα η ατέλειωτη ώρα στα ρολόγια καταπίνει το λόγο.
Σταματημένα αναίσθητα στα θέλω που ξέχασες πως υπάρχουν πολύ δε περισσότερο ότι λέγονται κιόλας.
Λίγο ξεχασμένος πάνω στη θύμηση λίγο φοβισμένος στο ακρωτήρι του φάρου τα λόγια χαράζω στα βράχια και τα χώνω στη γη βαθιά στην καρδιά της να μπολιάσω το είναι της. της μαυροφορούσας. Ακόμη τούτη η άνοιξη ραγιάδες ραγιάδες…

Το σακί